- οδηγός
- ο1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση.2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα).3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας.4. αυτός που χειρίζεται, που κινεί όχημα: Οδηγός αυτοκινήτου, τρένου κτλ.5. βιβλίο ή έντυπο με οδηγίες: Οδηγός τουριστικός, μαγειρικής κτλ.6. καθετί που κανονίζει, ρυθμίζει, χρησιμεύει ως οδηγός: Η γνώση είναι πολύτιμος οδηγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.