οδηγός

οδηγός
ο
1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση.
2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα).
3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας.
4. αυτός που χειρίζεται, που κινεί όχημα: Οδηγός αυτοκινήτου, τρένου κτλ.
5. βιβλίο ή έντυπο με οδηγίες: Οδηγός τουριστικός, μαγειρικής κτλ.
6. καθετί που κανονίζει, ρυθμίζει, χρησιμεύει ως οδηγός: Η γνώση είναι πολύτιμος οδηγός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁδηγός — guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”